- ρηξικέλευθος
- ος , ον1) прогрессивный; являющийся новатором; 2) предприимчивый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρηξικέλευθος — η, ο / ῥηξικέλευθος, ον, ΝΑ νεοελλ. μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση») αρχ. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός,… … Dictionary of Greek
ρηξικέλευθος — η, ο αυτός που ανοίγει καινούριους δρόμους, ο προοδευτικός, ο άνθρωπος με πρωτοβουλία: Ο καινούργιος δήμαρχός τους αποδειχνόταν σε πολλά ρηξικέλευθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥηξικέλευθον — ῥηξικέλευθος opening a path masc/fem acc sg ῥηξικέλευθος opening a path neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek